- ὑπαπῄει
- ὑπάπειμιibo withdrawimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάπειμι — Α 1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά 2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»] … Dictionary of Greek